Η ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ
Επιστήμονες από διάφορους κλάδους έχουν προσπαθήσει να αποσαφηνίσουν το φαινόμενο της διγλωσσίας και να αποδώσουν ακριβείς όρους, χωρίς όμως να το καταφέρουν. Αυτό συμβαίνει γιατί η κάθε επιστήμη ερευνά το φαινόμενο υπό διαφορετικό πρίσμα. Εμείς θα ασχοληθούμε με την «ατομική διγλωσσία». Οι Hamers και Blanc (1989: 6) ορίζουν την ατομική διγλωσσία ως «την ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου που έχει πρόσβαση σε περισσότερους από έναν γλωσσικούς κώδικες ως μέσων κοινωνικής επικοινωνίας». Με λίγα λόγια, την ικανότητα ενός ατόμου να χειρίζεται δύο γλώσσες ως μέσο επικοινωνίας με το κοινωνικό περιβάλλον.
Αρνητικά, ουδέτερα και θετικά αποτελέσματα ερευνών για τη διγλωσσία:
Ο ρόλος της οικογένειας
Σύμφωνα με τον Cummins (1976: 22-23) τα παιδιά που γίνονται δίγλωσσα, είτε σε πρώιμο στάδιο της ζωής τους είτε λόγω σχολικής εκπαίδευσης, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν ανάμεσα στις γλώσσες τους. Εάν αυτές οι δυσκολίες δεν αντιμετωπιστούν με επιτυχία τότε τα αποτελέσματα της διγλωσσίας στη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών δε θα είναι θετικά, τουλάχιστον όσο αφορά στη γλώσσα. Όμως η μειωμένη γλωσσική ανάπτυξη είναι σχεδόν αναπόφευκτο να μην επηρεάσει άλλους τομείς της ακαδημαϊκής επιτυχίας των παιδιών-μαθητών.
Ο ίδιος (Cummins, 2005: 131) διατύπωσε τη θεωρία του οριακού επιπέδου (threshold hypothesis), σύμφωνα με την οποία τα δίγλωσσα παιδιά θα πρέπει να φτάσουν ένα οριακό επίπεδο (threshold level) επάρκειας των δύο γλωσσών τους προκειμένου να αποφύγουν τα αρνητικά αποτελέσματα, όπου μπορεί να οδηγήσει η διγλωσσία. Για να μπορέσουν όμως να αποκτήσουν τα πλεονεκτήματα της διγλωσσίας, θα πρέπει να ξεπεράσουν αυτό όριο και να κατακτήσουν ένα ανώτερο.
Εδώ ακριβώς εισέρχεται ο ρόλος της οικογένειας. Μέσα στην ίδια οικογένεια πολλοί παράγοντες επιδρούν στη διατήρηση και ανάπτυξη μιας γλώσσας και συνεπώς στην ανάπτυξη της διγλωσσίας: οι εργασιακές συνθήκες των γονέων, η σταθερότητα (ή αλλαγή) του τόπου διαμονής, οι σχέσεις της οικογένειας με συγγενείς, η επιρροή συνομηλίκων συγγενών, φίλων και των λοιπών «σημαντικών άλλων», ο χρόνος παραμονής σε μια ξένη χώρα, οι στάσεις και τα κίνητρα των ίδιων των παιδιών (Baker, 2007: 7), οι πιθανές προηγούμενες εμπειρίες σε δίγλωσσες κοινωνίες (για οικογένειες που μετακινούνται) (Pauwels, 2005: 127, Grosjean, 2011β), το κοινωνικό-οικονομικό στάτους της οικογένειας (Worthy, Rodríguez-Galindo, 2006: 582, Portes, Hao, 2002: 898, Pauwels, 2008: 722) και κυρίως η αξία που προσδίδεται στη γλώσσα (Smolicz, Secombe, 1989: 506, Fishman, 1991: 35).
Κατόπιν της οικογένειας στη διατήρηση της διγλωσσίας συμβάλλουν ιδιαιτέρως σημαντικά: η εκπαίδευση, η στάση της τοπικής κοινότητας, η γλωσσική της κατάσταση (Baker, 2007: 7), η κοινωνική, οικονομική (Γογωνάς, 2010: 29) και πολιτική θέση της κοινότητας σε σχέση με την κυρίαρχη κοινωνία (η κοινωνία της χώρας που διαμένουν), οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ τους και αριθμός ομιλητών/ριών της γλώσσας στην χώρα.
Όταν η γλώσσα του σπιτιού και του σχολείου ενός παιδιού διαφέρουν, αλλά η πρώτη έχει αναπτυχθεί ικανοποιητικά, το παιδί θα μάθει σχετικά γρήγορα τη δεύτερη, γιατί θα έχει τα νοητικά εργαλεία για να το κάνει. Όταν καμία γλώσσα δεν είναι αναπτυγμένη αυτό σημαίνει ότι το παιδί δεν έχει τα εργαλεία για να καταλάβει ή να σκεφτεί ό,τι διδάσκεται στο σχολείο. Πιθανό αυτό να συμβαίνει όταν το παιδί δε δέχεται αρκετή υποστήριξη για τη γλώσσα.
Η ανάπτυξη του γραπτού λόγου: «Αν και η διγλωσσία μπορεί να αναπτυχθεί και μόνο μέσα από την ομιλία, η διδασκαλία της γραφής και της ανάγνωσης και στις δύο γλώσσες είναι σπουδαίος παράγοντας για τη διατήρηση της μειοψηφούσας γλώσσας. Όταν μια γλώσσα δε γράφεται και δε διαβάζεται επιτελεί λιγότερες λειτουργίες και χρησιμοποιείται σπανιότερα. Έτσι μειώνεται η επάρκεια των ομιλητών/ριών και το κύρος της γλώσσας αυτής» (Baker, 2006: 56). Σύμφωνα με τον Cummins (2000: 22) «αν θέλουμε να αναπτυχθούν ικανοποιητικά η ανάγνωση και η γραφή θα πρέπει να δοθούν πολλές ευκαιρίες για εξάσκηση από μικρή ηλικία».
Επομένως, η διγλωσσία είναι ένα «προσόν» που θα πρέπει να πασχίζουμε να κατακτήσουν τα παιδιά. Τα οφέλη είναι πολλά και μακροπρόθεσμα, ακόμα και αν αρχικά υπάρξουν πολλές δυσκολίες. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η σωστή και αναπτυγμένη διγλωσσία είναι αυτή που θα χαρίσει στα παιδιά ισχυρές ικανότητες μάθησης σε πολλαπλά επίπεδα. Η χαμηλού και φτωχού επιπέδου διγλωσσία μόνο σύγχυση μπορεί να επιφέρει και στις δυο γλώσσες.
Πηγές:
«Εισαγωγή στη διγλωσσία και στη δίγλωσση εκπαίδευση» Baker C., 2001
«Η εκμάθηση των γλωσσών στο σύγχρονο πολιτισμικό και σύγχρονο περιβάλλον της ελληνικής εκπαίδευσης», Πατσιαρίκα Αρετή, 2014
«Διγλωσσία και γονεϊκή εμπλοκή: στάσεις και πρακτικές των γονέων δίγλωσσων παιδιών», Ελένη Ζαχαριάδου, 2012
«Το παιδί ανάμεσα σε δυο γλώσσες» Κλωντ Αζέζ, 1999
«Τα οφέλη της διγλωσσίας από άποψη λειτουργική, πολιτισμική», Κώστας Ανδριανόπουλος, 2009